μάσθλης

μάσθλης
μάσθλ-ης, ητος, ,
A = ἱμάσθλη, leather, Hp.Morb.2.59; [dialect] Aeol.[full] μάσλης, perh. leather shoe, Sapph. 19; thong of a whip,

φοίνιον μάσθλητα δίγονον S.Fr.129

: [full] μάσθλη is dub., cf. ib.571, Hsch.
II metaph., supple, slippery knave, Ar.Eq.269, Nu.449 (anap.), Aristid.Or.34(50).61.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… …   Dictionary of Greek

  • μάσθλης — leather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλησιν — μάσθλης leather masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλητα — μάσθλης leather masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλητας — μάσθλης leather masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσθλητος — μάσθλης leather masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάσθλη — ἱμάσθλη, ἡ (Α) 1. μαστίγιο 2. πηδάλιο πλοίου 3. λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω συνδέεται με τον τ. μάσθλης*] …   Dictionary of Greek

  • μάσθλημα — μάσθλημα, τὸ (Α) [μάσθλης] κατεργασμένο δέρμα, πετσί …   Dictionary of Greek

  • μάσλης — μάσλης, ητος ὁ (Α) (αιολ. τ.) βλ. μάσθλης …   Dictionary of Greek

  • μασθλήτινος — μασθλήτινος, ίνη, ον (Α) [μάσθλης] αυτός που μοιάζει με δέρμα ως προς το χρώμα …   Dictionary of Greek

  • τροπομάσθλης — ὁ, Α άνθρωπος με ασταθή και πανούργο χαρακτήρα, ανάξιος εμπιστοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + μάσθλης «πανούργος, απατεώνας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”